- κυπρί
- το колокольчик (у животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυπρί — κυπρί, το και κυπροκούδουνο, το χάλκινο μικρό κουδούνι που κρέμεται από το λαιμό γιδιών και τράγων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυπρί — Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 20 κάτ.) της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * το, και κύπρος, ο μικρό χάλκινο κουδούνι που κρεμιέται στον λαιμό τών κατσικιών και τών τράγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύπρος < Κύπρος ο τ.… … Dictionary of Greek
Κύπρι — Κύπρις a Venus fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Verwaltungsgliederung von Andros — Die Gemeinde Andros (griechisch Δήμος Άνδρου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden der griechischen Insel Andros zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt … Deutsch Wikipedia
ALLOQUI — proprie de Diis. Plautus Amphitruone Actu 1. sc. 1. Numero mihi in mentem fuit Dîs advenien gratias pro meritts agere, atque alloqui. Graece προσειπεῖν. Eutipides Hercule Fur. Χρόνῳ δ᾿ ἀνελθὼν ἐξ ἀνηλίων μυχῶν, Α῞δου κόρης ἔνερθεν, εσ᾿κ ἀτιμάσω… … Hofmann J. Lexicon universale
BLAUTAE seu BLAUTIA — sandalii genus. Hesychius, βλαύτια, κρηπῖδες ἢ ςανδάλια, Blautia crepidae vel sandalia. Et quidem Cynicorum proprium: vetus Epigr. Leonidae Ο᾿ ςκήπων καὶ ταῦτα τὰ βλαύτια, πότνια Κύπρι, Α῎γκειται Κυνικοῦ ςκῦλα Ποσωχἀρεος Ο῎λπη τε ῥυπὀεςςα,… … Hofmann J. Lexicon universale
γιδόζευλα — η το ξύλινο στεφάνι με το κυπρί που περιβάλλει τον λαιμό τής γίδας, κουδουνίστρα … Dictionary of Greek
εξεργάζομαι — (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι] κατεργάζομαι, δουλεύω καλά αρχ. 1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ ἐξεργάζεται;», Ευρ.) 2. (για αγρό) καλλιεργώ 3. (για φυτά) περιποιούμαι 4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι 5. απόλ. πραγματεύομαι… … Dictionary of Greek
νεμεσητός — νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, ή, όν (Α) [νεμεσώ] 1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.) 2. αυτός που ανταποδίδεται,… … Dictionary of Greek
τροπαιοφόρος — α, ο / τροπαιοφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που έχει τρόπαια, νικητής («Νίκη χρυσῆ τροπαιοφόρος», Διόδ.) μσν. προσωνυμία τών χριστιανών που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους στον Ιησού Χριστό αρχ. 1. (για θεό) αυτός που παρέχει … Dictionary of Greek
κυπρίνοις — κύπρινον made from the flower of neut dat pl κύπρινος made of copper masc/neut dat pl κυπρί̱νοις , κυπρῖνος carp masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)